- νοκ-άουτ
- το1. πυγμαχικό χτύπημα που θέτει τον αντίπαλο έξω από τον αγώνα2. φρ. «βγήκα νοκ-άουτ» — εξαντλήθηκα, δεν μπορώ να συνεχίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. knock out].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Mark Dickel — Position Point Guard Height 6 ft 2 in (1.88 m) Weight 195 lb (88 kg) League NZNBL Team Otago Nuggets Born … Wikipedia